- σχολήν
- σχολήleisurefem acc sg (attic epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
σχολή — Ημιορεινός οικισμός (11 κάτ., υψόμ. 200), στην επαρχία Άνδρου του νομού Κυκλάδων. Υπάγεται διοικητικά στην κοινότητα Άνω Γαυρίου. * * * η, ΝΜΑ το ίδρυμα όπου παραδίδονται μαθήματα, σχολείο («Κυρηναϊκή Σχολή» φιλοσοφική σχολή που ιδρύθηκε από τον… … Dictionary of Greek
Древнемакедонский язык — Страны: Древняя Македония Вымер: к III ве … Википедия
Johannes, S. (25) — 25S. Johannes, (21. Febr.), Patriarch von Constantinopel, findet sich bei den Bollandisten unter den »Uebergangenen« mit dem Bemerken, daß er nach den griechischen Menäen am 21. Febr. gestorben sei. Auch erhält er dort, um ihn von Andern zu… … Vollständiges Heiligen-Lexikon
Brea (Thrakien) — Brea Stein im Epigraphischen Museum Athen Brea (griechisch Βρέα Femininum, Einwohner Βρεαῖος oder Βρεάτης)[1] war e … Deutsch Wikipedia
ευκαιρία — η (ΑΜ εὐκαιρία, Α ιων. τ. εὐκαιρίη) [εύκαιρος] 1. κατάλληλος καιρός, ευνοϊκή περίσταση για κάτι (α. «τὴν εὐκαιρίαν διαφυλάττειν» β. «βρήκε ευκαιρία και πλούτισε») 2. χρόνος διαθέσιμος (α. «κατὰ πολλὴν εὐκαιρίαν καὶ σχολήν» β. «μόλις βρω ευκαιρία … Dictionary of Greek
καταναλίσκω — και καταναλώνω (AM καταναλίσκω) 1. εξαντλώ κάτι χρησιμοποιώντας το («το αυτοκίνητό μου καταναλώνει πολλή βενζίνη») 2. δαπανώ, ξοδεύω (α. «η οικογένεια καταναλίσκει πολλά χρήματα για τα φροντιστήρια τών παιδιών» β. «εἰς τὴν στρατιὰν τάλαντα μύρια… … Dictionary of Greek
προσκαταλείπω — Α [καταλείπω] 1. αφήνω επί πλέον ως κληρονομιά («ἀρχήν... προσκατέλιπον», Θουκ.) 2. εγκαταλείπω, αφήνω ή χάνω επί πλέον («προσκαταλείπειν σχολήν», Πλούτ.) 3. αφήνω περίσσευμα 4. αφήνω κάτι πίσω μου … Dictionary of Greek
σπουδή — Η βιασύνη, η βιάση. Στον πληθυντικό σπουδές = η μελέτη για κάποια επιστημονική κατάρτιση. Ο όρος χρησιμοποιείται και στις καλές τέχνες, κυρίως στη ζωγραφική, τη γλυπτική και τη μουσική. Στις δυο πρώτες, σ. είναι το σχέδιο που φιλοτεχνεί ο… … Dictionary of Greek
Μαζαράκης-Αινιάν, Αλέξανδρος — (Αθήνα 1874 – 1943). Αξιωματικός του πυροβολικού και ακαδημαϊκός. Από το 1897 και μετά πήρε μέρος σε όλους τους πολέμους και διακρίθηκε για τα εξαιρετικά στρατιωτικά του προσόντα. Το 1916 προσχώρησε στην Εθνική Άμυνα και, δύο χρόνια αργότερα,… … Dictionary of Greek
Μίεζα — Αρχαία πόλη της Μακεδονίας. Πληροφορίες για τη Μ. παρέχει κυρίως ο λεξικογράφος Στέφανος Βυζάντιος, τις οποίες αντλεί από τον ιστορικό Θεαγένη. Παλαιότερα, αναφέρει, ονομαζόταν Στρυμόνιον και πήρε τη νέα της ονομασία από τη Μ., κόρη του βασιλιά… … Dictionary of Greek